- μεσοχρόνιος
- μεσοχρόνιοςhaving an average duration of lifemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσοχρόνιος — μεσοχρόνιος, ον (Α) αυτός που έχει μέσο όρο διάρκειας τής ζωής, αυτός που είναι 40 ώς 50 ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. μακρο χρόνιος, ολιγο χρόνιος] … Dictionary of Greek
μεσοχρονίους — μεσοχρόνιος having an average duration of life masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοχρόνιοι — μεσοχρόνιος having an average duration of life masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοχρονία — μεσοχρονία, ἡ (Α) η μέση περιόδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσοχρόνιος] … Dictionary of Greek